ῥυπαροφόρος

ῥυπαροφόρος
ῥῠπᾰρο-φόρος, ον,
A wearing dirty clothes, Steph.in Hp.2.251 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρυπαροφόρος — ον, Μ αυτός που φορά ρυπαρά, βρόμικα ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ῥυπαροφόρον — ῥυπαροφόρος wearing dirty clothes masc/fem acc sg ῥυπαροφόρος wearing dirty clothes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”